- μίξοφρυς
- -υ (Α μίξοφρυς και μείξοφρυς, -υ)αυτός που έχει ενωμένα τα φρύδια, σμιχτοφρύδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μ(ε)ιξ(ο)- τού μίγνυμι* / μείγνυμι + ὀφρύς (πρβλ. μέσο-φρυς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μείξοφρυς — μείξοφρυς, υ (Α) βλ. μίξοφρυς … Dictionary of Greek
μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… … Dictionary of Greek
οφρύς — η (Α ὀφρῡς και ὀφρύς) 1. το έπαρμα που βρίσκεται πάνω από την οφθαλμική κόγχη μαζί με το τοξοειδές τριχωτό δέρμα που τό καλύπτει, το φρύδι 2. φρ. «οφρύς λόφου [ή όρους]» το χείλος γκρεμού, και, γενικά, το κράσπεδο οποιουδήποτε υψώματος νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek